Η Δέσποινα Βανδή μετακομίζει, ηχογραφεί νέα τραγούδια με τον Φοίβο, κάνει πρόβες για την περιοδεία της, φτιάχνει μποστάνι με δικά της κηπευτικά, συζητά την παρουσίαση του X-Factor, παραδέχεται πως είναι άλλη η σταρ Βανδή και άλλη η Δέσποινα, μιλάει για ισορροπίες, παιδικά χρόνια, τον Ντέμη, τα παιδιά, τη νύχτα, το ενδεχόμενο τρίτου παιδιού και παρακαλάει τον Θεό «να μην αλλάξει στη ζωή μου τίποτα. Απολύτως».
Διαβάστε Περισσότερα στο Read More
Διαβάστε Περισσότερα στο Read More
Πώς είσαι τόσο κανονική, Δέσποινα; Πώς; Είδωλο. Ίνδαλμα. Εικόνα-πρότυπο. Με κόσμο να παραληρεί μαζί σου. Πρώτη στο χρηματιστήριο αξιών της showbiz. Και χωρίς πανικό, τσίτα, πασάρισμα και πουσά¬ρισμα του εαυτού σου, των κινήσεών σου, του ινδαλματικού σου εαυτού. Πώς;
«Σ'το 'χω ξαναπεί. Κάποτε βλέπω στην Κηφι¬σιά μια γιγαντοαφίσα με μένα. Την κοιτούσα και ένιωθα πως είναι άλλη. Μια άλλη εικόνα. Η Δέσποινα είναι αυτό, εγώ, τα παιδιά μου, ο Ντέμης, η οικογένειά μου. Θα μπορούσα χωρίς την εικόνα, τη γιγάντια, τη μεγεθυμένη, την πιθανώς ωραιοποιημένη ή διαστρεβλωμένη. Δεν θα μπορούσα πιθανόν χωρίς το τραγούδι, χωρίς την ξεγνοιασιά, τη χαρά, το συναίσθημα που ξεχειλίζει όταν τραγουδάω. Όταν όλα ξεκίνησαν και έβλεπα ότι κάτι γίνεται με μένα, αισθανόμουν γύρω μου τις αλλαγές. Εκεί θα μπορούσα να χάσω αυτή την κανονικότητα που λες, αλλά δεν έγινε. Δεν έγινε γιατί τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής μου ήταν αλλιώς. Και πάντα με γείωναν. Τα πρώτα είκοσι χρόνια είχαν στέρηση, ανάγκη. Εγώ έχω νιώσει τη διαφορά. Έχω νιώσει ένα είδος ρατσισμού. Βλέπεις, στην Καβάλα, όπου μεγάλωσα, ζούσαμε σε ένα σπίτι... ας μην το χαρακτήριζες... ζούσαμε σε ένα σπίτι χωρίς ανέσεις, θέρμανση, αυτά που είχαν τα άλλα σπίτια. Κι εγώ δεν ήμουν κόρη δικηγόρου, γιατρού, υπαλλήλου. Ο πατέρας μου αγωνιζόταν, ζούσε και υπήρχε μόνο για τα τρία του παιδιά. Μάθαμε σε ένα σύστημα αξιών. Ουσίας των πραγμάτων. Ίσως γι' αυτό με τα πρώτα μου λεφτά αγόρασα ένα κανονικό σπίτι για τους γονείς μου. Με θέρμανση, με μπάνια, με βεράντα. Κι αν έχω ένα βάρος, μια στενοχώρια, είναι που ο πατέρας μου πρόλαβε να το χαρεί μόλις έξι μήνες. Μόλις έξι μήνες. Και μετά, μετά... δεν είδε να κάνω οικογένεια, τον Ντέμη , τα παιδιά μας... δεν χάρηκε... δεν πειράζει. Λέω μέσα μου "Με αξίωσε ο Θεός και χαίρεται η μάνα μου το σπίτι και τα εγγόνια της"». Κλαίει.
Θα ήθελε να είναι πιο κοινωνικός ο Ντέμης;
«Τι; Κοινωνικός είναι. Κοσμικός δεν είναι. Όχι, δεν θα ήθελα. Είναι σε όλα σωστός». Λένε πως τώρα την έχει αναλάβει σαν μάνατζερ με τις νέες του ασχολίες. «Καλά. Ας λένε. Μα καταρχήν ο Ντέμης δεν κάνει αυτό. Φέρνει σχήματα από το εξωτερικό, μεγάλα ονόματα, και ανακαλύπτει ίσως εδώ γκρουπάκια, νέα παιδιά που έχουν πολλές υποσχέσεις δημιουργικότητας. Φυσικά και ως ζευγάρι, ως οικογένεια, θα συζητήσουμε και για τα επαγγελματικά μας, αλλά δεν θα αναλάβει κανείς από τους δυο μας τις αποφάσεις του άλλου».
Λένε ακόμα πως του χρόνου θα παρουσιάσει το X-Factor. Αλήθεια;
«Κοίτα, πέρσι μου είχε γίνει πρόταση και είχα ενδοιασμούς. Δεν το έκανα. Φέτος μου έγινε μια νύξη και το πράγμα έμεινε εκεί. Δεν έχω κάνει άλλες συζητήσεις. Και κοίτα και κάτι άλλο, ο Σάκης είναι πολύ καλός σε αυτό και ο κόσμος τον αγαπά πάρα πολύ. Είναι ένα πρόσωπο αποδοχής από τη μαμά μου μέχρι την κόρη μου. Και πολύ αξιόλογος που το 'χει αυτό, το έκανε, το πέτυχε. Εγώ, όταν είπα "όχι", σκεφτόμουν "Κι αν δεν μου βγει το live; Αν μπερδευτώ στις λέξεις..."».
Η ζωή της βρίσκεται σε κούτες. Την αγχώνει λίγο η επικείμενη μετακόμιση. Να προβλέψει κάθε κίνδυνο για τα παιδιά της. Να κλείσει κάθε άνοιγμα σε σκάλες, κήπο. Να ελαχιστοποιήσει το αναπάντεχο. Και μπαίνει και στούντιο για δύο νέα τραγούδια, φυσικά με τον Φοίβο. Και ξεκινάει και πρόβες για τις συναυλίες ανά την Ελλάδα. Τις γουστάρει πολύ τις συναυλίες.
Πιο πολύ ίσως από τα νυχτερινά κέντρα. Της δίνουν άλλη ενέργεια, άλλη αίσθηση, άλλη επικοινωνία με το κοινό που τρέχει στο στάδιο για τη συναυλία. Και η κρίση, τα κέντρα, η νύχτα, η διασκέδαση, η Αθήνα του χρόνου;
«Θα προσαρμοστούμε. Οι καλοί -το είδα και φέτος και τα προηγούμενα χρόνια- πάντα δουλεύουν. Θα προσπαθήσουμε όλοι. Θα ρίξω κι εγώ την αμοιβή μου, θα μειώσει τις απαιτήσεις του και ο επιχειρηματίας και θα τα βρούμε. Φυσικά και έχουμε ευθύνη. Ζουν άνθρωποι απ' αυτό. Οι μουσικοί, οι σερβιτόροι, τα παιδιά στην κουζίνα, οι παρκαδόροι».
Θέλει ένα μικρό χώρο. Θέλει την ατμόσφαιρα της παρέας. Θέλει να μιλάει, να επικοινωνεί, να ευχαριστιέται η ίδια με το κοινό. Ένα κοινό που θα βλέπει τα πρόσωπά τους, τα μάτια τους. Θα τους ακούει να σι¬γοτραγουδούν, να μερακλώνουν, να ξεδίνουν.
Περισσότερα στο Down Town που κυκλοφορεί.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου